Αν έβγαινα στον δρόμο και ρωτούσα 100 τυχαίους πολίτες να μου πουν ποιος κυβερνά στον τόπο μας, εικάζω λογικά, πως η συντριπτική πλειοψηφία θα μου απαντούσε, πως κυβερνά η εκάστοτε εκλεγείσα κυβέρνηση. Και εικάζω, πως αν ερωτούσα τους ίδιους ανθρώπους να μου πουν, ποιος νομοθετεί στον τόπο μας, και πάλι θα μου απαντούσαν, πως αυτό το κάνει η εκλεγείσα Βουλή των Αντιπροσώπων. Προεκτείνοντας δε τις απαντήσεις τους αυτές, οι 100, ενδεχομένως και να νιώθουν πως ζουν σε μια Δημοκρατική Κοινωνία, όπου η ψήφος τους μετρά και καθορίζει την πορεία των πραγμάτων.
Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Και δεν είναι έτσι, διότι την συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων που λαμβάνει η εκλελεγμένη Κυβέρνηση και όλων των Νόμων που ψηφίζει η εκλελεγμένη Βουλή, τα ελέγχει εν κατακλείδι το Ανώτατο Δικαστήριο. Ένα μη εκλελεγμένο Σώμα, αποτελούμενο σήμερα από 13 μόνο ανθρώπους, και οι οποίοι, έχουν την εξουσία, να ακυρώσουν όλα τα πιο πάνω. Κλασικό παράδειγμα, η ακύρωση του Νόμου που προνοούσε για την μείωση στους μισθούς των δικαστών. Κάτι το οποίο μάλιστα είχε γίνει τότε, με επίκληση ανύπαρκτης Νομολογίας και το οποίο, ανέτρεψε την λαϊκή βούληση που είχε εκφράσει η Βουλή, εν μέσω της οικονομικής κρίσης.
Και ασφαλώς δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι 13 δεν εκλέγονται από τους πολίτες. Είναι και το ότι τους 13, δεν τους ελέγχει κανένας. Άπαξ και διοριστεί κάποιος στη θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η λαϊκή κυριαρχία, εξαϋλώνεται. Ούτε ο ψηφοφόρος, αλλά ούτε και οι εκλελεγμένοι αντιπρόσωποι του μπορούν να παύσουν το άτομο αυτό. Όποιο και αν είναι το ολίσθημα του. Το θέμα όμως δεν σταματά εδώ. Οι εξουσίες που έχουν οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι τεράστιες και δεν περιορίζονται μόνο στην ακύρωση της λαϊκής βούλησης. Στα χέρια των δικαστών αυτών, κρίνονται καθημερινά οι τύχες εκατοντάδων ανθρώπων και κάποτε, ολόκληρης της Κύπρου. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει π.χ. όπως και έκρινε, πως οι αποκοπές στους μισθούς των δικαστών ήταν παράνομες, τότε το κόστος της κρίσης αυτής, το πληρώνει ο κάθε ένας από εμάς. Χωρίς μάλιστα να έχουμε άλλο λέγειν επί του θέματος. Έκδηλα, στο δικό μου τουλάχιστο μυαλό, τον τόπο τούτο τον κυβερνούν εν τέλη, 13 μη εκλελεγμένοι άνθρωποι, τους οποίους, και δεν ελέγχει κανένας.
Την ίδια ώρα, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, νομοθετούν. Και εδώ δεν αναφέρομαι στην εξουσία που έχουν να ακυρώνουν Νόμους της Βουλής των Αντιπροσώπων μας. Αναφέρομαι στις εξουσίες που έχουν να ερμηνεύουν τους Νόμους αυτούς, αλλά και να τους συμπληρώνουν. Κάτι που γίνεται κατ’ επίκληση του κοινού δικαίου. Και υπήρξαν περιπτώσεις όπου το «ένα» του Νόμου της Βουλής ερμηνεύτηκε από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως «δύο» και το «έχω» του Νόμου ως «υπάρχει πιθανότητα να έχω».
Ζούμε σε μια εποχή που οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μειώνονται σε έκταση ολοένα και περισσότερο, που οι αναφορές σε Νόμους λιγοστεύουν και που οι λέξεις «κρίνουμε» ή «θεωρούμε» ή «πιστεύουμε» εμφανίζονται σε αυτές τις αποφάσεις με ολοένα και αυξανομένη συχνότητα. Και τούτο γίνεται, χωρίς κανένα έλεγχο και παρά τις θεμελιώδεις αρχές πως σε ένα Κράτος Δικαίου «η ερμηνεία των Νόμων δεν [πρέπει να] επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των δικαστών» αλλά και πως «η επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών λύσεων σε ένα νομικό πρόβλημα δεν [πρέπει να] αποτελεί προσωπική επιλογή προτίμησης του δικαστή». Αν τα πράγματα είχαν αλλιώς, τότε η κρίση του δικαστή, θα ασκείτο σύμφωνα με την συνείδηση του και την άβυσσο της ψυχής του, χωρίς καμία βεβαιότητα και συνοχή στο δίκαιο.
Ζούμε λοιπόν σε μια χώρα, που το Ανώτατο Δικαστήριο και κυβερνά και νομοθετεί. Αλλά και που παράλληλα, δεν ελέγχεται από κανέναν. Ούτε διαυγές νομικό πλαίσιο για αποτελεσματικό έλεγχο του σώματος αυτού υπάρχει, αλλά ούτε και ψυχικό σθένος. Κυριαρχεί, όπως είχα πει και στο παρελθόν, ο Νόμος της Σιωπής. Όταν πριν λίγο καιρό, ο συνάδελφος Ν. Κληρίδης επέκρινε κάποια κακώς έχοντα, το Ανώτατο Δικαστήριο, φανερά ενοχλημένο, εξέδωσε μια ανακοίνωση, με την οποία ζητούσε, εμμέσως πλην όμως σαφώς, την πειθαρχική του δίωξη. Και εξ όσων θυμούμαι, ο θεωρητικά ανεξάρτητος Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, υπάκουσε. Άρα ούτε αυτό το Σώμα έχει το σθένος να ελέγξει .
Δεν θα κρίνω εδώ, το πόσο Δημοκρατική είναι αυτή η κατάσταση πραγμάτων που έχει δημιουργηθεί ή το πόσο συνάδει με τις Αρχές του Κράτους Δικαίου. Όμως εκφράζω τις ανησυχίες μου, διότι προσωπικά, ανησυχώ πολύ. Νιώθω ότι βρίσκομαι πάνω στον Τιτανικό την ώρα που αυτός βυθίζεται προς τον πάτο. Τριγύρω μου ακούω άγονες κραυγές απόγνωσης και βλέπω ανθρώπους που πνίγονται. Στο δε βάθος ακούω τα βιολιά που παίζουν το «Μην ανησυχείτε διότι έρχονται Μεταρρυθμίσεις». Και ο Τιτανικός συνεχίζει να βουλιάζει.
Προσωπικά θεωρώ πως η λύση στα προβλήματα της Κυπριακής Δικαιοσύνης είναι μία και μόνο μία. Στα 2 νέα Ανώτατα Δικαστήρια πρέπει να μπουν πολλοί νέοι άνθρωποι. Με νέο πνεύμα και νέες προσεγγίσεις, αλλά και με μηχανισμούς ελέγχου. Και εύχομαι πως η αρχή θα γίνει, όταν σε λίγο θα συνταξιοδοτηθεί ο κ. Νικολάτος. Αλλιώς, ας συνεχίσουν να παίζουν τα βιολιά μέχρι τον πάτο.